- κομψά
- κομψόςniceneut nom/voc/acc plκομψά̱ , κομψόςnicefem nom/voc/acc dualκομψά̱ , κομψόςnicefem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κόμψ' — κομψά , κομψός nice neut nom/voc/acc pl κομψά̱ , κομψός nice fem nom/voc/acc dual κομψά̱ , κομψός nice fem nom/voc sg (doric aeolic) κομψέ , κομψός nice masc voc sg κομψαί , κομψός nice fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομψάς — κομψά̱ς , κομψός nice fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ισημερινός ή Εκουαδόρ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ισημερινού Έκταση: 283.560 τ. χλμ. Πληθυσμός: 13.447.494 (2002) Πρωτεύουσα: Κίτο (1.399.814 κάτ. το 2002)Κράτος της Νότιας Αμερικής, στην οροσειρά των Άνδεων. Συνορεύει στα Β με την Κολομβία και στα Α και Ν με το… … Dictionary of Greek
διακόσμηση — Ο εξωραϊσμός, το στόλισμα, η επίθεση στολιδιών σε ένα οικοδόμημα. Δ. χαρακτηρίζεται οτιδήποτε συμπληρώνει τη βασική κατασκευή ενός κτιρίου, στολίζοντας ή εμπλουτίζοντας την εξωτερική ή εσωτερική επιφάνειά του. Αυτό δεν σημαίνει ότι η δ. έχει… … Dictionary of Greek
καλοντύνω — 1. ντύνω κάποιον ωραία, κομψά 2. ντύνω κάποιον με καλά ρούχα 3. (η μτχ. παθ. παρκμ.) καλοντυμένος, η, ο 1. ντυμένος ωραία, κομψά 2. ντυμένος με επίσημη ενδυμασία … Dictionary of Greek
κυκλάμινο — (Cyclamen). Γένος φυτών της οικογένειας των πριμουλιδών (δικοτυλήδονα), το οποίο περιλαμβάνει περίπου 19 είδη. Πρόκειται για ετήσιες, κονδυλόρριζες πόες, μικρού ύψους, με σφαιρικό κόνδυλο, νεφροειδή ή καρδιοειδή φύλλα με πρωτότυπες αποχρώσεις και … Dictionary of Greek
Ακτινόζωα — Τάξη θαλάσσιων πρωτόζωων, της ομοταξίας των ριζοπόδων ή σαρκωδών. Είναι μικροσκοπικοί μονοκύτταροι οργανισμοί. Το σώμα τους αποτελείται από δύο μέρη: ένα εξωτερικό, το εκτόπλασμα, και μια κεντρική μάζα, το ενδόπλασμα, που περιέχει τον πυρήνα. Τα… … Dictionary of Greek
Πρίαπος — I Ελληνική θεότητα από τη Λάμψακο της Μικράς Ασίας. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν γιος του Διονύσου και της Αφροδίτης, και γι’ αυτό του αποδίδουν διονυσιακούς και αφροδισιακούς χαρακτήρες, δηλαδή ερωτικόοργιαστικούς· κατά τον ίδιο τρόπο… … Dictionary of Greek
αβροχίτων — ἁβροχίτων, ο (Α) αυτός που φορά λεπτό, μαλακό χιτώνα, ο ντυμένος κομψά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αβρός + χιτών] … Dictionary of Greek
αγλαοφύτευτος — ἀγλαοφύτευτος, ον (Μ) αυτός που έχει φυτευτεί ωραία, κομψά, πλούσια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγλαός + φυτεύω] … Dictionary of Greek